- σκηνοποιία
- η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός]κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)αρχ.1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου2. κτίσιμο φωλιάς3. θεατρική παράσταση4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»μτφ. η συχνή μεταβολή τής τύχης.
Dictionary of Greek. 2013.