σκηνοποιία

σκηνοποιία
η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός]
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή τής τύχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκηνοποιία — σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc/acc dual σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιία tent making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιίᾳ — σκηνοποιίαι , σκηνοποιία tent making fem nom/voc pl σκηνοποιίᾱͅ , σκηνοποιία tent making fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιία — η κατασκευή σκηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοποιίας — σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem acc pl σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιίαν — σκηνοποιίᾱν , σκηνοποιία tent making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιίαις — σκηνοποιία tent making fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”